- καπότο
- το1. η κάπα2. χαρτοπαικτικός όρος σε μερικά παιχνίδια για κάποιον που δεν κερδίζει καθόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. < ιταλ. cappotto, ενώ με τη δεύτερη < γαλλ. capot].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
capot — CAPÓT1 adj. (înv.; în limbajul jucătorilor de cărţi; în expr.) A face (pe cineva) capot = a nu lăsa (pe cineva) să facă o levată la jocul de cărţi; p. ext. a câştiga un mare avantaj asupra cuiva, a l da gata. – Din fr. capot. Trimis de valeriu,… … Dicționar Român